ευσίπυος — εὐσίπυος, ον (Α) αυτός που έχει το καλάθι του γεμάτο σιτάρι ή άλλα δημητριακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σιπύη «αγγείο για δημητριακά»] … Dictionary of Greek
εὐσιπύους — εὐσίπυος with full bread basket masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)